- βηλόθυρα
- βηλόθυρονdoor-curtainneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάστιχο — το (Μ διάστιχον) 1. το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο στίχους εντύπου ή χειρογράφου 2. (τυπογρ.) λεπτή μεταλλική ή ξύλινη πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία ανάμεσα σε δύο στίχους για να μεγαλώσει το μεταξύ τους διάστημα μσν.… … Dictionary of Greek